- ἀποκηδής
- ἀποκηδής, ές,A = ἀκηδής, negligent: Adv., [comp] Comp.
-έστερον Hp.
ap. Gal.19.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-έστερον Hp.
ap. Gal.19.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκηδέστερον — ἀποκηδής negligent adverbial comp ἀποκηδής negligent masc acc comp sg ἀποκηδής negligent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηδεῖ — ἀποκηδέω to be remiss pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκηδέω to be remiss pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκηδέω to be remiss pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποκηδέω to be remiss pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek